- οινοχόημα
- οἰνοχόημα τὸ (Α) [οινοχοώ]1. ο οίνος που προσέφερε στους συνδαιτυμόνες, ο οινοχόος2. (κατ* επέκτ.) ο οίνος που προσφερόταν δωρεάν3. εορτή κατά την οποία προσφερόταν οίνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰνοχόημα — at which wine was offered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)